- ρεκλαμάρισμα
- το рекламирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεκλαμάρισμα — το, Ν [ρεκλαμαρίζω] η διαφήμιση ενός προϊόντος … Dictionary of Greek
ρεκλαμάρω — Ν [ρεκλάμα] κάνω ρεκλάμα ή ρεκλαμάρισμα, διαφημίζω … Dictionary of Greek